μαρμαράριος

μαρμαράριος
μαρμαράριος, ὁ (Α)
ο μαρμαρογλύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος, κατά το λατ. Marmorarius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… …   Dictionary of Greek

  • μαρμάρεος — (I) μαρμάρεος και, κατά τον Ησύχ., μαρμάρειος, α, ον (Α) ιδίως για μέταλλα) αυτός που λάμπει, που ακτινοβολεί, ο στιλπνός, ο αστραφτερός («αἰγίδα θυσανόεσσαν μαρμαρέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαίρω «λάμπω, αστράφτω» + κατάλ. εος (πρβλ. αργύρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”